- ξαναζωντανεύω
- 1. επαναφέρω κάποιον ή κάτι στη ζωή2. ξαναφέρνω στον νου, ξαναθυμάμαι3. αποκτώ πάλι τη ζωτικότητά μου, γίνομαι πάλι ζωηρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαναζωντανεύω — ξαναζωντάνεψα, ξαναζωντανεμένος, γίνομαι ξανά ζωντανός, ξαναποκτώ τη ζωτικότητά μου, αποκτώ πάλι δραστηριότητα: Κι απάνω μου να ξαναζωντανεύω τον καημό που βαριά σας τυραννά (Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωντανεύω — [ζωντανός] 1. επαναφέρω κάποιον στη ζωή, τόν αναζωογονώ, τόν ξαναζωντανεύω 2. μτφ. περιγράφω ή απεικονίζω κάτι με τόση παραστατικότητα, ώστε ο ακροατής, ο αναγνώστης ή ο θεατής να νομίζει ότι το βλέπει πράγματι να εξελίσσεται μπροστά του 3.… … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek
αναβιώνω — (Α ἀναβιῶ, όω) επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζώ, ξαναγεννιέμαι νεοελλ. επαναφέρω κάτι στη ζωή, ξαναζωντανεύω, αναζωπυρώνω, επαναδραστηριοποιώ, ενεργοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνὰ + βιῶ. ΠΑΡ. ἀναβίωσις ( η) μσν. ἀναβίωμα] … Dictionary of Greek
αναβιώσκομαι — ἀναβιώσκομαι (Α) (μτγν. και ενεργ. ἀναβιώσκω) 1. (ενεργ. και παθ.) επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζώ 2. επαναφέρω στη ζωή, ξαναζωντανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βιώσκομαι] … Dictionary of Greek
αναζωγρώ — ἀναζωγρῶ ( έω) (Α) επαναφέρω κάποιον στη ζωή, τόν ξαναζωντανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωγρῶ «σώζω τη ζωή κάποιου». ΠΑΡ. μσν. ἀναζώγρησις] … Dictionary of Greek
αναζωογονώ — ( έω) 1. ενεργ. δίνω νέες δυνάμεις σε κάποιον, ψυχικές και σωματικές, τονώνω, ξαναζωντανεύω 2. ανακτώ τις ψυχικές και σωματικές μου δυνάμεις, τονώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογόνος. ΠΑΡ. αναζωογόνηση, αναζωογονητικός] … Dictionary of Greek
ανακαινίζω — (Α ἀνακαινίζω) μσν. νεοελλ. 1. κάνω και πάλι καινούργιο κάτι που πάλιωσε, ανανεώνω, επισκευάζω 2. (για ναούς) ανοικοδομώ νεοελλ. μεταρρυθμίζω προς το καλύτερο, βελτιώνω αρχ. μσν. κάνω κάτι να αναβιώσει, αναζωπυρώνω, ξαναζωντανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ανανεώνω — (Μ ἀνανεώνω) και ἀνανεῶ ( όω) (Α ἀνανεῶ) (Ν και ανανιώνω, Α ἀνανεοῡμαι, όομαι) κάνω κάτι πάλι νέο, τού ξαναδίνω ισχύ, τό επαναλαμβάνω εκ νέου νεοελλ. 1. κάνω κάτι πάλι καινούργιο, τό παρουσιάζω με βελτιωμένη μορφή, φρεσκάρω 2. αντικαθιστώ κάτι… … Dictionary of Greek
ανασκιρτώ — (AM ἀνασκιρτῶ, άω) [σκιρτώ] αναπηδώ από χαρά, φόβο, έκπληξη μσν. ξαναζωντανεύω, αποκτώ πάλι ζωή … Dictionary of Greek